καπλάντισμα

καπλάντισμα
το [καπλαντίζω]
1. η επένδυση, η επικάλυψη
2. η επένδυση τής επιφάνειας ξύλινων επίπλων ή άλλων ξυλουργικών προϊόντων με φύλλα καπλαμά
3. το ντύσιμο παπλώματος με σεντόνι
4. το μέσο με το οποίο καπλαντίζει κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καπλάντισμα — το ντύσιμο με καπλαμά: Τα έπιπλα αυτά θέλουν καπλάντισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικόλληση — η [κολλώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικολλώ* 2. η τοποθέτηση σε έγγραφο, βιβλιάριο κ.λπ. («επικόλληση ενσήμων, χαρτοσήμου, φωτογραφίας» κ.λπ.) 3. η επίστρωση πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου λεπτών φύλλων πολύτιμου ξύλου, το… …   Dictionary of Greek

  • ακαπλάντιστος — η, ο αυτός που δεν έχει καπλάντισμα, επένδυση από ξύλο ή ύφασμα: Το πάπλωμά τους ήταν ακαπλάντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επένδυση — η 1. η επικάλυψη αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμησή του, καπλάντισμα, ντύσιμο: Επένδυση τοίχου με μάρμαρα. 2. το επίστρωμα: Καταστράφηκε η επένδυση της εικόνας. 3. η συγκράτηση των πλευρών οχυρωτικού έργου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικόλληση — η 1. η προσαρμογή και εφαρμογή με κόλληση, το κόλλημα: Επικόλληση γραμματοσήμων. 2. η επίστρωση της επιφάνειας επίπλου ή τμήματος του με καπλαμά (βλ. λ.), το καπλάντισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”