καπλάντισμα — το ντύσιμο με καπλαμά: Τα έπιπλα αυτά θέλουν καπλάντισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικόλληση — η [κολλώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικολλώ* 2. η τοποθέτηση σε έγγραφο, βιβλιάριο κ.λπ. («επικόλληση ενσήμων, χαρτοσήμου, φωτογραφίας» κ.λπ.) 3. η επίστρωση πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου λεπτών φύλλων πολύτιμου ξύλου, το… … Dictionary of Greek
ακαπλάντιστος — η, ο αυτός που δεν έχει καπλάντισμα, επένδυση από ξύλο ή ύφασμα: Το πάπλωμά τους ήταν ακαπλάντιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επένδυση — η 1. η επικάλυψη αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμησή του, καπλάντισμα, ντύσιμο: Επένδυση τοίχου με μάρμαρα. 2. το επίστρωμα: Καταστράφηκε η επένδυση της εικόνας. 3. η συγκράτηση των πλευρών οχυρωτικού έργου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικόλληση — η 1. η προσαρμογή και εφαρμογή με κόλληση, το κόλλημα: Επικόλληση γραμματοσήμων. 2. η επίστρωση της επιφάνειας επίπλου ή τμήματος του με καπλαμά (βλ. λ.), το καπλάντισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)